Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròdromo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdromo]

1 προειδοποιητικό σύμπτωμα
2 προειδοποιητικό σημάδι
3 πρόδρομο σύμπτωμα νόσου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prodromico producente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodittatore (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)
prodromico (επίθ.)
prodromo (αρσ. επίθ και ουσ)
producente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
producibile (επίθ.)
prodursi (ρ.μ. (αντων.))
produrre (ρ. μτβ.)
produttivistico (επίθ.)
produttività (θηλ.ουσ)
produttivo (επίθ.)
produttore (ουσ αρσ )
produttore (επίθ.)
produzione (θηλ.ουσ)
proemiale (επίθ.)
proemiare (ρ.αμτβ.)
proemio (ουσ αρσ )
prof (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---