Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


produttóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [produtˈtore]

ο παραγωγός

produttóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [produtˈtore]

1 βιομηχανικός
2 καλλιεργητικός
3 δημιουργικός
4 παραγωγικός
5 κατασκευαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  produttivo produzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodursi (ρ.μ. (αντων.))
produrre (ρ. μτβ.)
produttivistico (επίθ.)
produttività (θηλ.ουσ)
produttivo (επίθ.)
produttore (ουσ αρσ )
produttore (επίθ.)
produzione (θηλ.ουσ)
proemiale (επίθ.)
proemiare (ρ.αμτβ.)
proemio (ουσ αρσ )
prof (ουσ αρσ και θηλ.)
profanare (ρ. μτβ.)
profanatore (ουσ αρσ )
profanatore (επίθ.)
profanazione (θηλ.ουσ)
profanità (θηλ.ουσ)
profano (ουσ αρσ )
profano (επίθ.)
profase (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---