Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profanatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [profanaˈtore]

1 ανίερος
2 ανόσιος
3 βέβηλος
4 ιερόσυλος
5 μιαρός
6 παραβάτης
7 ασεβής
8 βδελυρός

profanatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [profanaˈtore]

1 βδελυρός
2 ιερόσυλος
3 μιαρός
4 ασεβής
5 βέβηλος
6 ανίερος
7 ανόσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profanare profanazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proemiale (επίθ.)
proemiare (ρ.αμτβ.)
proemio (ουσ αρσ )
prof (ουσ αρσ και θηλ.)
profanare (ρ. μτβ.)
profanatore (ουσ αρσ )
profanatore (επίθ.)
profanazione (θηλ.ουσ)
profanità (θηλ.ουσ)
profano (ουσ αρσ )
profano (επίθ.)
profase (θηλ.ουσ)
profenda (θηλ.ουσ)
proferibile (επίθ.)
proferimento (ουσ αρσ )
proferire (ρ. μτβ.)
proferirsi (ρ.μ. (αντων.))
professante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
professare (ρ. μτβ.)
professarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---