Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proferìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [profeˈrire]

1 προσφέρω
2 λέγω
3 προφέρω
4 εκφράζω
5 εκφέρω
6 αρθρώνω
7 εκφωνώ
8 προφέρω σωστά
9 απαγγέλλω

proferirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [profeˈrirsi]

1 προτείνω
2 προσφέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proferimento professante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profano (επίθ.)
profase (θηλ.ουσ)
profenda (θηλ.ουσ)
proferibile (επίθ.)
proferimento (ουσ αρσ )
proferire (ρ. μτβ.)
proferirsi (ρ.μ. (αντων.))
professante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
professare (ρ. μτβ.)
professarsi (ρ.μ. (αντων.))
professionale (επίθ.)
professionalità (θηλ.ουσ)
professionalmente (επίρ.)
professione (θηλ.ουσ)
professionismo (ουσ αρσ )
professionista (ουσ αρσ )
professionistico (επίθ.)
professo (αρσ. επίθ και ουσ)
professorale (επίθ.)
professorato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---