Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


professionalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [professjonaliˈta]

1 επαγγελματισμός
2 επαγγελματική φύση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  professionale professionalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proferirsi (ρ.μ. (αντων.))
professante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
professare (ρ. μτβ.)
professarsi (ρ.μ. (αντων.))
professionale (επίθ.)
professionalità (θηλ.ουσ)
professionalmente (επίρ.)
professione (θηλ.ουσ)
professionismo (ουσ αρσ )
professionista (ουσ αρσ )
professionistico (επίθ.)
professo (αρσ. επίθ και ουσ)
professorale (επίθ.)
professorato (ουσ αρσ )
professore (ουσ αρσ )
professoressa (θηλ.ουσ)
profeta (ουσ αρσ )
profetessa (θηλ.ουσ)
profetico (επίθ.)
profetismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---