Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


professàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [profesˈsare]

1 πιστεύω
2 πρεσβεύω
3 επιτηδεύομαι
4 ομολογώ
5 μετέρχομαι
6 επαγγέλλομαι
7 καθομολογώ
8 εξασκώ επάγγελμα
9 μαρτυρώ
10 βεβαιώνω λήψη
11 μολογώ
12 παραδέχομαι
13 αναγνωρίζω

professarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [profesˈsarsi]

1 εκδηλώνομαι
2 δηλώνω
3 ομολογώ
4 ομολογώ (ότι είμαι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  professante professionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proferibile (επίθ.)
proferimento (ουσ αρσ )
proferire (ρ. μτβ.)
proferirsi (ρ.μ. (αντων.))
professante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
professare (ρ. μτβ.)
professarsi (ρ.μ. (αντων.))
professionale (επίθ.)
professionalità (θηλ.ουσ)
professionalmente (επίρ.)
professione (θηλ.ουσ)
professionismo (ουσ αρσ )
professionista (ουσ αρσ )
professionistico (επίθ.)
professo (αρσ. επίθ και ουσ)
professorale (επίθ.)
professorato (ουσ αρσ )
professore (ουσ αρσ )
professoressa (θηλ.ουσ)
profeta (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---