Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profanità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [profaniˈta]

1 βλαστήμια
2 βεβήλωση
3 μιαρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profanazione profano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prof (ουσ αρσ και θηλ.)
profanare (ρ. μτβ.)
profanatore (ουσ αρσ )
profanatore (επίθ.)
profanazione (θηλ.ουσ)
profanità (θηλ.ουσ)
profano (ουσ αρσ )
profano (επίθ.)
profase (θηλ.ουσ)
profenda (θηλ.ουσ)
proferibile (επίθ.)
proferimento (ουσ αρσ )
proferire (ρ. μτβ.)
proferirsi (ρ.μ. (αντων.))
professante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
professare (ρ. μτβ.)
professarsi (ρ.μ. (αντων.))
professionale (επίθ.)
professionalità (θηλ.ουσ)
professionalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---