Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prodittatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prodittaˈtore]

φίλος δικτατορίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proditorio prodittatoriale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodigioso (επίθ.)
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)
proditoriamente (επίρ.)
proditorio (επίθ.)
prodittatore (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)
prodromico (επίθ.)
prodromo (αρσ. επίθ και ουσ)
producente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
producibile (επίθ.)
prodursi (ρ.μ. (αντων.))
produrre (ρ. μτβ.)
produttivistico (επίθ.)
produttività (θηλ.ουσ)
produttivo (επίθ.)
produttore (ουσ αρσ )
produttore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---