Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proditoriaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [proditorjaˈmente]

1 δόλια
2 προδοτικά
3 ύπουλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prodigo proditorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodigiosamente (επίρ.)
prodigiosità (θηλ.ουσ)
prodigioso (επίθ.)
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)
proditoriamente (επίρ.)
proditorio (επίθ.)
prodittatore (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)
prodromico (επίθ.)
prodromo (αρσ. επίθ και ουσ)
producente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
producibile (επίθ.)
prodursi (ρ.μ. (αντων.))
produrre (ρ. μτβ.)
produttivistico (επίθ.)
produttività (θηλ.ουσ)
produttivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---