Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròdigo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdigo]

1 σκορπαλευράς
2 σπάταλος άνθρωπος

pròdigo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdigo]

1 άφθονος
2 αφειδής
3 μεγαλόδωρος
4 πλουσιοπάροχος
5 σπάταλος
6 γενναιόδωρος
7 δαψιλής
8 γαλαντόμος
9 άσωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prodigioso proditoriamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodigarsi (ρ.μ. (αντων.))
prodigio (ουσ αρσ )
prodigiosamente (επίρ.)
prodigiosità (θηλ.ουσ)
prodigioso (επίθ.)
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)
proditoriamente (επίρ.)
proditorio (επίθ.)
prodittatore (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)
prodromico (επίθ.)
prodromo (αρσ. επίθ και ουσ)
producente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
producibile (επίθ.)
prodursi (ρ.μ. (αντων.))
produrre (ρ. μτβ.)
produttivistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---