pròdigo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdigo]
1 σκορπαλευράς
2 σπάταλος άνθρωπος
pròdigo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdigo]
1 άφθονος
2 αφειδής
3 μεγαλόδωρος
4 πλουσιοπάροχος
5 σπάταλος
6 γενναιόδωρος
7 δαψιλής
8 γαλαντόμος
9 άσωτος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdigo]
1 σκορπαλευράς
2 σπάταλος άνθρωπος
pròdigo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdigo]
1 άφθονος
2 αφειδής
3 μεγαλόδωρος
4 πλουσιοπάροχος
5 σπάταλος
6 γενναιόδωρος
7 δαψιλής
8 γαλαντόμος
9 άσωτος
permalink
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android