Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prodìgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈdiʤo]

1 οιωνός
2 θαύμα
3 σημείο και τέρας
4 προμήνυμα
5 σημάδι
6 κάτι εξαιρετικό ή ανεξήγητο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prodigarsi prodigiosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodiero (επίθ.)
prodigalità (θηλ.ουσ)
prodigalmente (επίρ.)
prodigare (ρ. μτβ.)
prodigarsi (ρ.μ. (αντων.))
prodigio (ουσ αρσ )
prodigiosamente (επίρ.)
prodigiosità (θηλ.ουσ)
prodigioso (επίθ.)
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)
proditoriamente (επίρ.)
proditorio (επίθ.)
prodittatore (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)
prodromico (επίθ.)
prodromo (αρσ. επίθ και ουσ)
producente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---