Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prodézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [proˈdettsa]

1 ανδρισμός
2 ανδρεία
3 αντρειοσύνη
4 ευτολμία
5 γενναιοψυχία
6 γενναιότητα
7 ευψυχία
8 αντρεία
9 ανδραγαθία
10 παλικαριά
11 αποκοτιά
12 κατόρθωμα
13 παράτολμη πράξη
14 ευψυχία
15 θάρρος
16 καρτεροψυχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prodese prodiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procuratorio (αρσ. επίθ και ουσ)
proda (θηλ.ουσ)
prode (ουσ αρσ )
prode (επίθ.)
prodese (ουσ αρσ )
prodezza (θηλ.ουσ)
prodiere (ουσ αρσ )
prodiero (επίθ.)
prodigalità (θηλ.ουσ)
prodigalmente (επίρ.)
prodigare (ρ. μτβ.)
prodigarsi (ρ.μ. (αντων.))
prodigio (ουσ αρσ )
prodigiosamente (επίρ.)
prodigiosità (θηλ.ουσ)
prodigioso (επίθ.)
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)
proditoriamente (επίρ.)
proditorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---