Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprocuratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prokuraˈtore] 1 Ρωμαίος έπαρχος 2 πληρεξούσιος δικηγόρος 3 πληρεξούσιος 4 εξουσιοδοτημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |