Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprocreazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [prokreatˈtsjone] 1 γέννηση 2 αναπαραγωγή 3 τεκνοποίηση 4 δημιουργία 5 παραγωγή 6 παιδοποίηση 7 γέννα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |