Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprocrastinàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [prokrastiˈnare] 1 αργοπορώ 2 αναβάλλω 3 καθυστερώ 4 μεταθέτω χρονικά στο μέλλον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |