Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proconsolàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prokonsoˈlato]

αξίωμα κυβερνήτη Ρωμαὶκής κτήσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proconsolare proconsole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proclive (επίθ.)
proclività (θηλ.ουσ)
procombente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procombere (ρ.αμτβ.)
proconsolare (επίθ.)
proconsolato (ουσ αρσ )
proconsole (ουσ αρσ )
procrastinamento (ουσ αρσ )
procrastinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
procrastinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procrastinazione (θηλ.ουσ)
procreabile (επίθ.)
procreare (ρ. μτβ.)
procreatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procreatrice (θηλ.ουσ)
procreazione (θηλ.ουσ)
procromosoma (ουσ αρσ )
proctite (θηλ.ουσ)
proctologia (θηλ.ουσ)
proctoscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---