Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proclàma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈklama]

1 επίσημη δημόσια προκήρυξη
2 μανιφέστο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  procione proclamare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

processione (θηλ.ουσ)
processo (ουσ αρσ )
processore (ουσ αρσ )
processuale (επίθ.)
procione (ουσ αρσ )
proclama (ουσ αρσ )
proclamare (ρ. μτβ.)
proclamazione (θηλ.ουσ)
proclisi (θηλ.ουσ)
proclitico (επίθ.)
proclive (επίθ.)
proclività (θηλ.ουσ)
procombente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procombere (ρ.αμτβ.)
proconsolare (επίθ.)
proconsolato (ουσ αρσ )
proconsole (ουσ αρσ )
procrastinamento (ουσ αρσ )
procrastinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
procrastinatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---