Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


processionàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [proʧessjoˈnale]

λιτανευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  processare processione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procella (θηλ.ουσ)
procellaria (θηλ.ουσ)
procelloso (επίθ.)
processabile (επίθ.)
processare (ρ. μτβ.)
processionale (αρσ. επίθ και ουσ)
processione (θηλ.ουσ)
processo (ουσ αρσ )
processore (ουσ αρσ )
processuale (επίθ.)
procione (ουσ αρσ )
proclama (ουσ αρσ )
proclamare (ρ. μτβ.)
proclamazione (θηλ.ουσ)
proclisi (θηλ.ουσ)
proclitico (επίθ.)
proclive (επίθ.)
proclività (θηλ.ουσ)
procombente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procombere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---