Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


procaceménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [prokaʧeˈmente]

1 σκανδαλιστικά
2 ξεδιάντροπα
3 προκλητικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  procace procacità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procacciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procacciare (ρ. μτβ.)
procacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
procacciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procace (επίθ.)
procacemente (επίρ.)
procacità (θηλ.ουσ)
procaina (θηλ.ουσ)
procedere (ρ.αμτβ.)
procedimento (ουσ αρσ )
procedura (θηλ.ουσ)
procedurale (επίθ.)
procedurista (ουσ αρσ και θηλ.)
procella (θηλ.ουσ)
procellaria (θηλ.ουσ)
procelloso (επίθ.)
processabile (επίθ.)
processare (ρ. μτβ.)
processionale (αρσ. επίθ και ουσ)
processione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---