Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


procediménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proʧediˈmento]

1 διαδικασία
2 συμπεριφορά
3 διαγωγή
4 πορεία δίκης
5 διεξαγωγή
6 διαδικασία
7 συνολική πορεία νομικής δράσης
8 αγωγή
9 ψήφιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  procedere procedura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procace (επίθ.)
procacemente (επίρ.)
procacità (θηλ.ουσ)
procaina (θηλ.ουσ)
procedere (ρ.αμτβ.)
procedimento (ουσ αρσ )
procedura (θηλ.ουσ)
procedurale (επίθ.)
procedurista (ουσ αρσ και θηλ.)
procella (θηλ.ουσ)
procellaria (θηλ.ουσ)
procelloso (επίθ.)
processabile (επίθ.)
processare (ρ. μτβ.)
processionale (αρσ. επίθ και ουσ)
processione (θηλ.ουσ)
processo (ουσ αρσ )
processore (ουσ αρσ )
processuale (επίθ.)
procione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---