Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


procacciatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prokatʧaˈtore]

1 μαυραγορίτης
2 κυβευτής
3 κερδομανής
4 κερδοσκόπος
5 σπεκουλαδόρος
6 λοβιτουρατζής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  procacciarsi procace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
procacciamento (ουσ αρσ )
procacciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procacciare (ρ. μτβ.)
procacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
procacciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procace (επίθ.)
procacemente (επίρ.)
procacità (θηλ.ουσ)
procaina (θηλ.ουσ)
procedere (ρ.αμτβ.)
procedimento (ουσ αρσ )
procedura (θηλ.ουσ)
procedurale (επίθ.)
procedurista (ουσ αρσ και θηλ.)
procella (θηλ.ουσ)
procellaria (θηλ.ουσ)
procelloso (επίθ.)
processabile (επίθ.)
processare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---