Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


procacciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prokatˈʧare]

1 παρέχω
2 προμηθεύω
3 παίρνω
4 πετυχαίνω
5 αποκτώ

procacciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [prokatˈʧarsi]

1 προμηθεύομαι
2 κερδίζω
3 πετυχαίνω
4 αποκτώ
5 παίρνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  procacciante procacciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proboscide (θηλ.ουσ)
proboviro (ουσ αρσ )
procaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
procacciamento (ουσ αρσ )
procacciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procacciare (ρ. μτβ.)
procacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
procacciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procace (επίθ.)
procacemente (επίρ.)
procacità (θηλ.ουσ)
procaina (θηλ.ουσ)
procedere (ρ.αμτβ.)
procedimento (ουσ αρσ )
procedura (θηλ.ουσ)
procedurale (επίθ.)
procedurista (ουσ αρσ και θηλ.)
procella (θηλ.ουσ)
procellaria (θηλ.ουσ)
procelloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---