Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprobovìro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,prɔboˈviro] 1 διαιτητεύων (νομικά) 2 επιδιαιτητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |