Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


probovìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,prɔboˈviro]

1 διαιτητεύων (νομικά)
2 επιδιαιτητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proboscide procaccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

problematico (επίθ.)
probo (επίθ.)
proboscidati (ουσ αρσ πληθ.)
proboscidato (αρσ. επίθ και ουσ)
proboscide (θηλ.ουσ)
proboviro (ουσ αρσ )
procaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
procacciamento (ουσ αρσ )
procacciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procacciare (ρ. μτβ.)
procacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
procacciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procace (επίθ.)
procacemente (επίρ.)
procacità (θηλ.ουσ)
procaina (θηλ.ουσ)
procedere (ρ.αμτβ.)
procedimento (ουσ αρσ )
procedura (θηλ.ουσ)
procedurale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---