Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proboscidàti  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [proboʃʃiˈdati]

προβοσκιδοειδή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  probo proboscidato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

problematica (θηλ.ουσ)
problematicismo (ουσ αρσ )
problematicità (θηλ.ουσ)
problematico (επίθ.)
probo (επίθ.)
proboscidati (ουσ αρσ πληθ.)
proboscidato (αρσ. επίθ και ουσ)
proboscide (θηλ.ουσ)
proboviro (ουσ αρσ )
procaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
procacciamento (ουσ αρσ )
procacciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procacciare (ρ. μτβ.)
procacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
procacciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procace (επίθ.)
procacemente (επίρ.)
procacità (θηλ.ουσ)
procaina (θηλ.ουσ)
procedere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---