Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


problematicìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [problematiˈʧizmo]

προβληματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  problematica problematicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

probativo (επίθ.)
probatorio (επίθ.)
probità (θηλ.ουσ)
problema (ουσ αρσ )
problematica (θηλ.ουσ)
problematicismo (ουσ αρσ )
problematicità (θηλ.ουσ)
problematico (επίθ.)
probo (επίθ.)
proboscidati (ουσ αρσ πληθ.)
proboscidato (αρσ. επίθ και ουσ)
proboscide (θηλ.ουσ)
proboviro (ουσ αρσ )
procaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
procacciamento (ουσ αρσ )
procacciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procacciare (ρ. μτβ.)
procacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
procacciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---