Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penitenzierìa (θηλ.ουσ) penosità (θηλ.ουσ)
pénna (θηλ.ουσ) penóso (επίθ.)
pennacchièra (θηλ.ουσ) pensàbile (αρσ. επίθ και ουσ)
pennàcchio (ουσ αρσ ) pensabilità (θηλ.ουσ)
pennacchiùto (επίθ.) pensaménto (ουσ αρσ )
pennaiòlo (ουσ αρσ ) pensànte (αρσ. επίθ και ουσ)
pennarèllo (ουσ αρσ ) pensàre (ρ.αμτβ.)
pennàto (ουσ αρσ ) pensàre (ρ. μτβ.)
pennàto (επίθ.) pensarsi (ρ.μ. (αντων.))
pennatosètto (επίθ.) pensàta (θηλ.ουσ)
pennécchio (ουσ αρσ ) pensàto (αρσ. επίθ και ουσ)
pennellàre (ρ. μτβ.) pensatóio (ουσ αρσ )
pennellàta (θηλ.ουσ) pensatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
pennellatùra (θηλ.ουσ) pensierìno (ουσ αρσ )
pennelleggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pensièro (ουσ αρσ )
pennelléssa (θηλ.ουσ) pensieróso (επίθ.)
pennellifìcio (ουσ αρσ ) pènsile (ουσ αρσ )
pennèllo (ουσ αρσ ) pènsile (επίθ.)
pennése (ουσ αρσ ) pensilìna (θηλ.ουσ)
pennichèlla (θηλ.ουσ) pensionàbile (επίθ.)
pennìno (ουσ αρσ ) pensionaménto (ουσ αρσ )
pennóne (ουσ αρσ ) pensionànte (ουσ αρσ και θηλ.)
pennùto (αρσ. επίθ και ουσ) pensionàre (ρ. μτβ.)
penómbra (θηλ.ουσ) pensionàto (ουσ αρσ )
penosaménte (επίρ.) pensionàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: