Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mòra (θηλ.ουσ) mòrbo (ουσ αρσ )
moràle (ουσ αρσ ) morbosaménte (επίρ.)
moràle (θηλ.ουσ) morbosità (θηλ.ουσ)
moràle (επίθ.) morbóso (επίθ.)
moraleggiàre (ρ.αμτβ.) morchèlla (θηλ.ουσ)
moralìsmo (ουσ αρσ ) mòrchia (θηλ.ουσ)
moralìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) mordàcchia (θηλ.ουσ)
moralìstico (επίθ.) mordàce (αρσ. επίθ και ουσ)
moralità (θηλ.ουσ) mordaceménte (επίρ.)
moralizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) mordacità (θηλ.ουσ)
moralizzatóre (ουσ αρσ ) mordènte (ουσ αρσ )
moralizzatóre (επίθ.) mordènte (επίθ.)
moralizzazióne (θηλ.ουσ) mordenzàre (ρ. μτβ.)
moralménte (επίρ.) mordenzatùra (θηλ.ουσ)
moratòria (θηλ.ουσ) mòrdere (ρ. μτβ.)
moratòrio (επίθ.) mordicchiàre (ρ. μτβ.)
moràvo, mòravo (ουσ αρσ ) mordigallìna (θηλ.ουσ)
moràvo, mòravo (επίθ.) morèllo (ουσ αρσ )
morbidaménte (επίρ.) morèllo (επίθ.)
morbidézza (θηλ.ουσ) morèna (θηλ.ουσ)
mòrbido (ουσ αρσ ) morènte (ουσ αρσ και θηλ.)
mòrbido (επίθ.) morènte (επίθ.)
morbìgeno (επίθ.) morésco (επίθ.)
morbilità (θηλ.ουσ) morétta (θηλ.ουσ)
morbìllo (ουσ αρσ ) morétto (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: