Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moltìssimo (επίθ.) monàdico (επίθ.)
moltitùdine (θηλ.ουσ) monadìsmo (ουσ αρσ )
mólto (αρσ. επίθ και ουσ) monandrìa (θηλ.ουσ)
mólto (αντων.) monàndro (επίθ.)
mólto (επίρ.) monàrca (ουσ αρσ και θηλ.)
mòlva (θηλ.ουσ) monarchìa (θηλ.ουσ)
momentaneaménte (επίρ.) monàrchico (ουσ αρσ )
momentàneo (επίθ.) monàrchico (επίθ.)
moménto (ουσ αρσ ) monastèro (ουσ αρσ )
mònaca (θηλ.ουσ) monàstico (επίθ.)
monacàle (επίθ.) moncherìno (ουσ αρσ )
monacàndo (ουσ αρσ ) mónco (επίθ.)
monacàrsi (ρ. μ. αμτβ.) moncóne (ουσ αρσ )
monacàto (ουσ αρσ ) mónda (θηλ.ουσ)
monacazióne (θηλ.ουσ) mondàna (θηλ.ουσ)
monachèlla (θηλ.ουσ) mondanità (θηλ.ουσ)
monachésimo (ουσ αρσ ) mondàno (ουσ αρσ )
monachétto (ουσ αρσ ) mondàno (επίθ.)
monachìna (θηλ.ουσ) mondàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
monachìno (ουσ αρσ ) mondarsi (ρ.μ. (αντων.))
monachìsmo (ουσ αρσ ) mondarìso (ουσ αρσ και θηλ.)
mònaco (ουσ αρσ ) mondatóio (ουσ αρσ )
mònaco (θηλ.ουσ) mondatóre (ουσ αρσ )
monacòrdo (ουσ αρσ ) mondatrìce (θηλ.ουσ)
mònade (θηλ.ουσ) mondatùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: