Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mònaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔnako]

ο μοναχός, η μοναχή

mònaco  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔnako]

το Μονακό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monachismo monacordo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Monaco [αρσ.] di Baviera = το Μόναχο || principato [αρσ.] di Monaco = το Πριγκηπάτο του Μονακό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monachesimo (ουσ αρσ )
monachetto (ουσ αρσ )
monachina (θηλ.ουσ)
monachino (ουσ αρσ )
monachismo (ουσ αρσ )
monaco (ουσ αρσ )
monaco (θηλ.ουσ)
monacordo (ουσ αρσ )
monade (θηλ.ουσ)
monadico (επίθ.)
monadismo (ουσ αρσ )
monandria (θηλ.ουσ)
monandro (επίθ.)
monarca (ουσ αρσ και θηλ.)
monarchia (θηλ.ουσ)
monarchico (ουσ αρσ )
monarchico (επίθ.)
monastero (ουσ αρσ )
monastico (επίθ.)
moncherino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---