Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmònaco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔnako] ο μοναχός, η μοναχή mònaco ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔnako] το Μονακό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαMonaco [αρσ.] di Baviera = το Μόναχο || principato [αρσ.] di Monaco = το Πριγκηπάτο του Μονακό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |