Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monachésimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [monaˈkezimo]

1 ζωή των μοναχών
2 καλογεροσύνη
3 μοναστικισμός
4 μοναχισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monachella monachetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )
monacazione (θηλ.ουσ)
monachella (θηλ.ουσ)
monachesimo (ουσ αρσ )
monachetto (ουσ αρσ )
monachina (θηλ.ουσ)
monachino (ουσ αρσ )
monachismo (ουσ αρσ )
monaco (ουσ αρσ )
monaco (θηλ.ουσ)
monacordo (ουσ αρσ )
monade (θηλ.ουσ)
monadico (επίθ.)
monadismo (ουσ αρσ )
monandria (θηλ.ουσ)
monandro (επίθ.)
monarca (ουσ αρσ και θηλ.)
monarchia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---