Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonacàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [monaˈkarsi] 1 καλογερεύω 2 ζω μοναχική ζωή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |