Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monacazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monakatˈtsjone]

1 ομολογία θρησκευτικής πίστης
2 καλογέρεμα
3 λήψη μοναστικών όρκων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monacato monachella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monaca (θηλ.ουσ)
monacale (επίθ.)
monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )
monacazione (θηλ.ουσ)
monachella (θηλ.ουσ)
monachesimo (ουσ αρσ )
monachetto (ουσ αρσ )
monachina (θηλ.ουσ)
monachino (ουσ αρσ )
monachismo (ουσ αρσ )
monaco (ουσ αρσ )
monaco (θηλ.ουσ)
monacordo (ουσ αρσ )
monade (θηλ.ουσ)
monadico (επίθ.)
monadismo (ουσ αρσ )
monandria (θηλ.ουσ)
monandro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---