Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonandrìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [monanˈdria] 1 λουλούδι με ένα στημόνα 2 γάμος με ένα μόνο σύζυγο 3 μονανδρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |