mondàno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [monˈdano]
1 κοσμικός τύπος
2 κοινωνικός άνθρωπος
mondàno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [monˈdano]
1 υλιστικός
2 επίγειος
3 εγκόσμιος
4 προσωρινός
5 ακολουθών τη μόδα
6 κοσμικός
7 γήινος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [monˈdano]
1 κοσμικός τύπος
2 κοινωνικός άνθρωπος
mondàno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [monˈdano]
1 υλιστικός
2 επίγειος
3 εγκόσμιος
4 προσωρινός
5 ακολουθών τη μόδα
6 κοσμικός
7 γήινος
permalink
mondano (ουσ αρσ )
mondano (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android