Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmondezzàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mondetˈtsajo] 1 υπόνομος 2 βόθρος 3 σωρός σκουπιδιών 4 σωρός κοπριάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |