mondatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [mondaˈtura]
1 αποκάθαρση
2 κάθαρση
3 λίχνισμα
4 καθαγνισμός
5 καθαρμός
6 ξεφλούδισμα
7 αφαίρεση των κόκκων
8 φλούδια
9 εκκόκκιση
10 εκκοκκισμός
11 ξεβοτάνισμα
12 άχυρο
13 εξαγνισμός
14 περικάρπια οσπρίων
15 ανέμισμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [mondaˈtura]
1 αποκάθαρση
2 κάθαρση
3 λίχνισμα
4 καθαγνισμός
5 καθαρμός
6 ξεφλούδισμα
7 αφαίρεση των κόκκων
8 φλούδια
9 εκκόκκιση
10 εκκοκκισμός
11 ξεβοτάνισμα
12 άχυρο
13 εξαγνισμός
14 περικάρπια οσπρίων
15 ανέμισμα
permalink
mondatura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android