ItalianoGreco


mondatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mondaˈtura]

1 αποκάθαρση
2 κάθαρση
3 λίχνισμα
4 καθαγνισμός
5 καθαρμός
6 ξεφλούδισμα
7 αφαίρεση των κόκκων
8 φλούδια
9 εκκόκκιση
10 εκκοκκισμός
11 ξεβοτάνισμα
12 άχυρο
13 εξαγνισμός
14 περικάρπια οσπρίων
15 ανέμισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---