Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mondatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mondaˈtura]

1 αποκάθαρση
2 κάθαρση
3 λίχνισμα
4 καθαγνισμός
5 καθαρμός
6 ξεφλούδισμα
7 αφαίρεση των κόκκων
8 φλούδια
9 εκκόκκιση
10 εκκοκκισμός
11 ξεβοτάνισμα
12 άχυρο
13 εξαγνισμός
14 περικάρπια οσπρίων
15 ανέμισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mondatrice mondezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mondarsi (ρ.μ. (αντων.))
mondariso (ουσ αρσ και θηλ.)
mondatoio (ουσ αρσ )
mondatore (ουσ αρσ )
mondatrice (θηλ.ουσ)
mondatura (θηλ.ουσ)
mondezza (θηλ.ουσ)
mondezzaio (ουσ αρσ )
mondiale (ουσ αρσ )
mondiale (επίθ.)
mondiglia (θηλ.ουσ)
mondina (θηλ.ουσ)
mondo (ουσ αρσ )
mondo (επίθ.)
mondovisione (θηλ.ουσ)
monegasco (ουσ αρσ )
monegasco (επίθ.)
monella (θηλ.ουσ)
monelleria (θηλ.ουσ)
monellesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---