ItalianoGreco


mondiàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [monˈdjale]

sport ο παγκόσμιος πρωταθλητής

mondiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [monˈdjale]

παγκόσμιος (-α, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guerra [θηλ.] mondiale = ο παγκόσμιος πόλεμος || i mondiali [αρσ. πλυθ.] di calcio = το μουντιάλ ποδοσφαίρου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---