Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monéta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈneta]

1 (valuta) το νόμισμα, η μονέδα
2 (spiccioli) τα ψιλά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monello monetabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


moneta [θηλ.] unica = ενιαίο νόμισμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monegasco (επίθ.)
monella (θηλ.ουσ)
monelleria (θηλ.ουσ)
monellesco (επίθ.)
monello (ουσ αρσ )
moneta (θηλ.ουσ)
monetabile (επίθ.)
monetaggio (ουσ αρσ )
monetale (επίθ.)
monetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
monetario (επίθ.)
monetarismo (ουσ αρσ )
monetazione (θηλ.ουσ)
monetiere (ουσ αρσ )
monetizzare (ρ. μτβ.)
monetizzazione (θηλ.ουσ)
mongolfiera (θηλ.ουσ)
mongolico (επίθ.)
mongolismo (ουσ αρσ )
mongolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---