Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonéta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [moˈneta] 1 (valuta) το νόμισμα, η μονέδα 2 (spiccioli) τα ψιλά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmoneta [θηλ.] unica = ενιαίο νόμισμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |