Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonegàsco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moneˈgasko] 1 μονεγάσκος 2 κάτοικος του Μονακό monegàsco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [moneˈgasko] Μονεγάσκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |