monèllo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [moˈnɛllo]
1 ζιζάνιο (πειραχτικά)
2 σκανταλιάρης
3 πειραχτήρι
4 χαμίνι
5 μαργιόλης
6 αλήτης
7 μαγκάκι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [moˈnɛllo]
1 ζιζάνιο (πειραχτικά)
2 σκανταλιάρης
3 πειραχτήρι
4 χαμίνι
5 μαργιόλης
6 αλήτης
7 μαγκάκι
permalink
monello (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android