Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moˈnɛllo] 1 ζιζάνιο (πειραχτικά) 2 σκανταλιάρης 3 πειραχτήρι 4 χαμίνι 5 μαργιόλης 6 αλήτης 7 μαγκάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |