Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monellésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [monelˈlesko]

1 πονηρός
2 κατεργάρης
3 σκάνταλος
4 σκανταλιάρικος
5 κακός
6 ζαβολιάρης
7 άτακτος
8 κακόβουλος
9 ζημιάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monelleria monello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mondovisione (θηλ.ουσ)
monegasco (ουσ αρσ )
monegasco (επίθ.)
monella (θηλ.ουσ)
monelleria (θηλ.ουσ)
monellesco (επίθ.)
monello (ουσ αρσ )
moneta (θηλ.ουσ)
monetabile (επίθ.)
monetaggio (ουσ αρσ )
monetale (επίθ.)
monetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
monetario (επίθ.)
monetarismo (ουσ αρσ )
monetazione (θηλ.ουσ)
monetiere (ουσ αρσ )
monetizzare (ρ. μτβ.)
monetizzazione (θηλ.ουσ)
mongolfiera (θηλ.ουσ)
mongolico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---