Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonetière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moneˈtjɛre] 1 κιβδηλοποιός 2 θήκη νομισμάτων 3 πλαστογράφος 4 κατασκευαστής νομισμάτων 5 παραχαράκτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |