Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòngolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔngolo]

Μογγόλος

mòngolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔngolo]

Μογγολικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mongolismo mongoloide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monetizzare (ρ. μτβ.)
monetizzazione (θηλ.ουσ)
mongolfiera (θηλ.ουσ)
mongolico (επίθ.)
mongolismo (ουσ αρσ )
mongolo (ουσ αρσ )
mongolo (επίθ.)
mongoloide (ουσ αρσ και θηλ.)
mongoloide (επίθ.)
monile (ουσ αρσ )
monismo (ουσ αρσ )
monista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
monistico (επίθ.)
monito (ουσ αρσ )
monitor (ουσ αρσ )
monitoraggio (ουσ αρσ )
monitore (ουσ αρσ )
monitorio (ουσ αρσ )
monitorio (επίθ.)
monitorizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---