Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monitoràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [monitoˈradʤo]

παρακολούθηση και έλεγχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monitor monitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monismo (ουσ αρσ )
monista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
monistico (επίθ.)
monito (ουσ αρσ )
monitor (ουσ αρσ )
monitoraggio (ουσ αρσ )
monitore (ουσ αρσ )
monitorio (ουσ αρσ )
monitorio (επίθ.)
monitorizzare (ρ. μτβ.)
monna (θηλ.ουσ)
monoacido (επίθ.)
monoalbero (επίθ.)
monoassiale (επίθ.)
monoatomico (επίθ.)
monoaurale (επίθ.)
monobasico (επίθ.)
monoblocco (ουσ αρσ )
monoblocco (επίθ.)
monocamerale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---