Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonoblòcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈblɔkko] 1 μονομπλόκ 2 μπλοκ κυλίνδρου monoblòcco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈblɔkko] Μονοκόμματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |