Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monoblòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈblɔkko]

1 μονομπλόκ
2 μπλοκ κυλίνδρου

monoblòcco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈblɔkko]

Μονοκόμματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monobasico monocamerale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monoalbero (επίθ.)
monoassiale (επίθ.)
monoatomico (επίθ.)
monoaurale (επίθ.)
monobasico (επίθ.)
monoblocco (ουσ αρσ )
monoblocco (επίθ.)
monocamerale (επίθ.)
monocanna (ουσ αρσ )
monocarpico (επίθ.)
monocellulare (επίθ.)
monocilindrico (επίθ.)
monocita (ουσ αρσ )
monocito (ουσ αρσ )
monoclinale (θηλ.ουσ)
monoclinale (επίθ.)
monoclino (επίθ.)
monocolo (αρσ. επίθ και ουσ)
monocolore (επίθ.)
monocoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---