Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monetazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monetatˈtsjone]

1 κοπή νομισμάτων
2 κατασκευή νομισμάτων
3 νομισματοκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monetarismo monetiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monetaggio (ουσ αρσ )
monetale (επίθ.)
monetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
monetario (επίθ.)
monetarismo (ουσ αρσ )
monetazione (θηλ.ουσ)
monetiere (ουσ αρσ )
monetizzare (ρ. μτβ.)
monetizzazione (θηλ.ουσ)
mongolfiera (θηλ.ουσ)
mongolico (επίθ.)
mongolismo (ουσ αρσ )
mongolo (ουσ αρσ )
mongolo (επίθ.)
mongoloide (ουσ αρσ και θηλ.)
mongoloide (επίθ.)
monile (ουσ αρσ )
monismo (ουσ αρσ )
monista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
monistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---