Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonetazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [monetatˈtsjone] 1 κοπή νομισμάτων 2 κατασκευή νομισμάτων 3 νομισματοκοπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |