Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɛlla]

1 αγριοκόριτσο
2 αγοροκόριτσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monegasco monelleria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mondo (ουσ αρσ )
mondo (επίθ.)
mondovisione (θηλ.ουσ)
monegasco (ουσ αρσ )
monegasco (επίθ.)
monella (θηλ.ουσ)
monelleria (θηλ.ουσ)
monellesco (επίθ.)
monello (ουσ αρσ )
moneta (θηλ.ουσ)
monetabile (επίθ.)
monetaggio (ουσ αρσ )
monetale (επίθ.)
monetare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
monetario (επίθ.)
monetarismo (ουσ αρσ )
monetazione (θηλ.ουσ)
monetiere (ουσ αρσ )
monetizzare (ρ. μτβ.)
monetizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---