móndo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmondo]
η οικουμένη, ο κόσμος
móndo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmondo]
1 ακηλίδωτος
2 άψογος
3 αγνός
4 ξεφλουδισμένος
5 καθαρός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmondo]
η οικουμένη, ο κόσμος
móndo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmondo]
1 ακηλίδωτος
2 άψογος
3 αγνός
4 ξεφλουδισμένος
5 καθαρός
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
i Greci [αρσ. πλυθ.] nel mondo = ο απόδημος ελληνισμός
mondo (ουσ αρσ )
mondo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android