Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mondìglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monˈdiʎʎa]

1 ακαθαρσίες
2 απορρίμματα
3 απόβλητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mondiale mondina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mondatura (θηλ.ουσ)
mondezza (θηλ.ουσ)
mondezzaio (ουσ αρσ )
mondiale (ουσ αρσ )
mondiale (επίθ.)
mondiglia (θηλ.ουσ)
mondina (θηλ.ουσ)
mondo (ουσ αρσ )
mondo (επίθ.)
mondovisione (θηλ.ουσ)
monegasco (ουσ αρσ )
monegasco (επίθ.)
monella (θηλ.ουσ)
monelleria (θηλ.ουσ)
monellesco (επίθ.)
monello (ουσ αρσ )
moneta (θηλ.ουσ)
monetabile (επίθ.)
monetaggio (ουσ αρσ )
monetale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---