Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mondézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monˈdettsa]

1 αγνότητα
2 αγνεία
3 απορρίμματα
4 σκουπιδολόι
5 σκουπίδια
6 πάστρα
7 καθαριότητα
8 παστρικάδα
9 αγαθοσύνη
10 καθαρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mondatura mondezzaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mondariso (ουσ αρσ και θηλ.)
mondatoio (ουσ αρσ )
mondatore (ουσ αρσ )
mondatrice (θηλ.ουσ)
mondatura (θηλ.ουσ)
mondezza (θηλ.ουσ)
mondezzaio (ουσ αρσ )
mondiale (ουσ αρσ )
mondiale (επίθ.)
mondiglia (θηλ.ουσ)
mondina (θηλ.ουσ)
mondo (ουσ αρσ )
mondo (επίθ.)
mondovisione (θηλ.ουσ)
monegasco (ουσ αρσ )
monegasco (επίθ.)
monella (θηλ.ουσ)
monelleria (θηλ.ουσ)
monellesco (επίθ.)
monello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---